Αναδρομικά: Οι δύσκολες περιπτώσεις επανϋπολογισμού, όπως είναι οι συντάξεις με παράλληλη ασφάλιση, οι διεθνείς κ.ά. θα μείνουν πίσω για να μην μπλοκάρονται όλες οι καταβολές και θα πληρωθούν με καθυστέρηση μετά τον Οκτώβριο.
Σε τρία κύματα πληρωμών έως τα τέλη Οκτωβρίου αναμένονται οι πληρωμές αναδρομικών σε 150.000 παλαιούς συνταξιούχους που υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης πριν από τον Μάιο του 2016, καθώς με άλλη πληρωμή θα δοθούν οι αυξήσεις, με άλλη τα αναδρομικά και με άλλη θα πιστωθούν τα χρήματα από τον «καθυστερημένο» επανυπολογισμό των δύσκολων περιπτώσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Ημερησίας, οι δύσκολες περιπτώσεις επανυπολογισμού, όπως είναι οι συντάξεις με παράλληλη ασφάλιση, οι διεθνείς κ.ά. θα μείνουν πίσω για να μην μπλοκάρονται όλες οι καταβολές και θα πληρωθούν με καθυστέρηση μετά τον Οκτώβριο.
Στην κατηγορία των παλαιών συνταξιούχων περιλαμβάνονται: Απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβουν αυξήσεις οι συνταξιούχοι είναι αφενός να έχουν συμπληρώσει περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης και αφετέρου να μη διατηρούν μεγάλη προσωπική διαφορά. Το «κλειδί» στην υπόθεση της προσωπικής διαφοράς είναι η αύξηση του νόμου Βρούτση να είναι μεγαλύτερη του ποσού της προσωπικής διαφοράς, ώστε να μειωθεί το ύψος της προσωπικής διαφοράς και το υπόλοιπο ποσό να πιστωθεί στον λογαριασμό τους.
Για παράδειγμα, συνταξιούχος ΔΕΚΟ με 41,6 χρόνια παίρνει σύνταξη 1.479 ευρώ με προσωπική διαφορά 110 ευρώ. Με τον νέο επανυπολογισμό του νόμου Βρούτση θα δει αύξηση κατά 192 ευρώ, από την οποία τα 110 ευρώ θα συμψηφιστούν με την προσωπική διαφορά και τα υπόλοιπα 82 ευρώ θα πιστωθούν στον λογαριασμό του.
Ο εν λόγω συνταξιούχος αναμένεται να μηδενίσει την προσωπική του διαφορά το 2023 που, όπως προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου, θα επανέλθουν οι αναπροσαρμογές μισθών και συντάξεων. Οι υπόλοιποι συνταξιούχοι των οποίων η προσωπική διαφορά είναι μεγαλύτερη της αύξησης θα έχουν όφελος μόνο στα χαρτιά και όχι στην τσέπη. Δηλαδή θα δουν λογιστική διαφορά στα εκκαθαριστικά τους και το όφελός τους θα είναι η μείωση της προσωπικής διαφοράς.
Ο ρόλος της προσωπικής διαφοράς