Αποφασίστηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) πως η άρνηση της φορολογικής αρχής να μεταφέρει τη φορολογική κατοικία ενός φορολογούμενου στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν νόμιμη, παρόλο που ότι ο εν λόγω φορολογούμενος εργαζόταν ως αναπληρωτής καθηγητής με σύμβαση αορίστου χρόνου σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού.
Το δικαστήριο με την απόφαση αυτή ξεκαθάρισε ότι η παροχή υπηρεσιών εξ αποστάσεως μέσω διαδικτύου δεν είναι ένα επαρκές τεκμήριο για τη διατήρηση της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα, ειδικά όταν ο φορολογούμενος έχει καταστήσει το εξωτερικό κέντρο των βιοτικών του σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων.
Το ΣτΕ τόνισε ότι η παράλληλη παροχή υπηρεσιών διδασκαλίας σε ελληνικό ίδρυμα, εφόσον αυτή πραγματοποιείται εξ αποστάσεως, δεν δημιουργεί ισχυρό οικονομικό δεσμό με την Ελλάδα.
Η απόφαση αυτή προέκυψε μετά από αίτηση αναιρέσεως από τον φορολογούμενο, που είχε ζητήσει να αναγνωριστεί η φορολογική του κατοικία στο Ηνωμένο Βασίλειο, αίτημα που είχε απορριφθεί πρώτα από τη φορολογική αρχή λόγω της παράλληλης εργασίας του στην Ελλάδα.
Η απόφαση του ΣτΕ είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς αναδεικνύει κρίσιμα ζητήματα φορολογικής πολιτικής, κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και εφαρμογής διεθνών φορολογικών συμβάσεων.
Πρώτα υπογραμμίζεται η ανάγκη για δίκαιη εφαρμογή των φορολογικών κανόνων, τονίζοντας πως η εξ αποστάσεως εργασία χωρίς φυσική παρουσία στην Ελλάδα δεν αποτελεί ισχυρό οικονομικό δεσμό που να δικαιολογεί φορολόγηση στη χώρα. Επομένως, η απόφαση προστατεύει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, αναγνωρίζοντας έτσι ότι η φορολογική κατοικία πρέπει να προσδιορίζεται βάσει της πραγματικής κατάστασης του φορολογούμενου, ενώ αντανακλά την αναγνώριση της εξέλιξης του τρόπου εργασίας με τη χρήση της τεχνολογίας. Τέλος, σχετίζεται με τη λογική των διεθνών συμβάσεων φορολογίας, αποτρέποντας τη διπλή φορολόγηση.