Επιστρέφοντας στο σπίτι από τη δουλειά, πολλές φορές η ανυπομονησία μας να φάμε το μεσημεριανό μας ή να κάτσουμε αναπαυτικά στον καναπέ είναι τόσο μεγάλη που αμελούμε να απαλλάξουμε τα πόδια μας από την παρουσία των παπουτσιών
Η συνήθεια αυτή δεν είναι μόνο επιβαρυντική για τα κουρασμένα πέλματά μας αλλά και επικίνδυνη για την υγεία μας, προειδοποιούν οι ειδικοί.
Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να συνειδητοποιήσει κανείς με πόσες βρόμικες επιφάνειες έρχονται σε επαφή τα παπούτσια μας. Τα μικρόβια και οι ακαθαρσίες που προσκολλώνται λοιπόν στον πάτο τους θα μεταφερθούν στο πάτωμα και στα χαλιά μας εάν κυκλοφορούμε μέσα στο σπίτι φορώντας τα.
Σύμφωνα με μια νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Χιούστον, τα μικρόβια που μεταφέρουμε στο σπίτι με τα παπούτσια μας είναι πολύ πιθανό να μας προκαλέσουν γαστρεντερικά προβλήματα, κυρίως διάρροια και στομαχικές κράμπες. Το C. difficile αναφέρθηκε πρώτη φορά ως αίτιο διάρροιας το 1978. Το βακτήριο μολύνει κατ’ εξοχήν το έντερο και ο χρόνος επώασης της λοίμωξης είναι συνήθως μεγαλύτερος των επτά ημερών. Εκτός από τη διάρροια και τις στομαχικές κράμπες, άλλα συνήθη συμπτώματα της λοίμωξης από το C. difficile είναι το γενικευμένο αίσθημα κακουχίας, η αφυδάτωση (ξηροστομία, μειωμένη ούρηση κ.α.), ο πυρετός και η μείωση της όρεξης.
Μια άλλη μελέτη του 2008, από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα αυτή τη φορά, υπέδειξε ότι κατά μέσο όρο οι σόλες των παπουτσιών μας φιλοξενούν 421.000 διαφορετικά βακτήρια, ενώ μία ακόμη παρόμοια μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2013 από ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Μπέιλορ, έδειξε επίσης ότι οι άνθρωποι κουβαλούν στο σπίτι τους καρκινογόνες τοξίνες από την πίσσα των ασφαλτοστρωμένων δρόμων.
Καλό είναι λοιπόν να τοποθετήσετε μια παπουτσοθήκη κοντά στην είσοδο του σπιτιού σας ώστε να θυμάστε καθημερινά να βγάζετε τα παπούτσια σας και να φοράτε τις αναπαυτικές παντοφλίτσες σας άμα τη επιστροφή σας!
Οι ερευνητές, με τον καθηγητή Κέβιν Γκάρεϋ επικεφαλής, συνέλεξαν 2.500 δείγματα από σόλες παπουτσιών ώστε να εξερευνήσουν πόσο έντονη είναι η παρουσία του βακτηρίου Clostridium difficile (κλωστηρίδιο το δύσκολο). Το βακτήριο εντοπίστηκε στο 26,4% των περιπτώσεων, δηλαδή σε πάνω από ένα στα τέσσερα δείγματα. Το ποσοστό αυτό είναι τριπλάσιο από αυτό που εντοπίζεται τυπικά σε επιφάνειες ενός μπάνιου ή μιας κουζίνας.