Ο Γιώργος Κούδας δήλωσε πως η υπόθεση τίτλος για τον ΠΑΟΚ χάθηκε στο «Καρασϊσκάκη» μετά τη νίκη επί του Ολυμπιακού, ενώ ξεκαθάρισε ότι οι ομάδες δεν χτίζονται μέσα σε ένα χρόνο.
Ο «Μεγαλέξανδρος» του ελληνικού ποδοσφαίρου παραχώρησε συνέντευξη στα «Καρντάσιανς», ξετυλίγοντας το κεφάλαιο «Γιώργος Κούδας» και εξηγώντας παράλληλα τους λόγους για τους οποίους δεν άνοιξε τα φτερά του για το εξωτερικό.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του:
Για την μεταγραφή του στον ΠΑΟΚ: «Συμβόλαιο δεν υπήρχε τότε, υπήρχε δελτίο και τότε ήσουν δέσμιος της υπογραφής που έβαζες. Το 1958 έγινε αυτό, τον Σεπτέμβριο νομίζω. Ερχόμαστε και κάνουμε την προπόνηση, με ξεχωρίζει ο προπονητής. Ο Βίλι, ένας Αυστριακός προπονητής, που είχε έρθει για τις υποδομές του ΠΑΟΚ, και είχε βγάλει και άλλα ταλέντα. Αμέσως ένας άλλος παράγοντας του ΠΑΟΚ, ο Βασίλης Σιδηρόπουλος, ο οποίος φεύγει και φέρνει έναν φωτογράφο. Βγήκε η φωτογραφία, έβαλα την υπογραφή μου και αυτό ήταν. Δεν είχα δικαίωμα να φύγω από τον ΠΑΟΚ, εκτός αν συναινέσει εκείνος». Για το αν υπήρχε ενδιαφέρον για εκείνον, ίσως και από ευρωπαϊκές ομάδες: «Όταν πλέον άρχισε να βγαίνει το ελληνικό ποδόσφαιρο προς τα έξω, το 1970, γνώρισα τον Γιόχαν Κρόιφ και πήρα πολλά μαθήματα από εκείνον. Μου είχε κάνει πρόταση να με πάρουν ακόμα και στην Μπαρτσελόνα, αλλά τότε καταλήξαμε να πάμε στην Εσπανιόλ. Του είχα πει: “Γιόχαν, δεν είμαι άνθρωπος που θα κάθομαι στον πάγκο και να παίρνω πέντε δραχμές περισσότερες από τον ΠΑΟΚ. Εμένα πάθος μου είναι το ποδόσφαιρο”. Έτσι συμφωνήσαμε να πάω στην Εσπανιόλ. Δεν πήγα όμως, γιατί το ποδόσφαιρο είχε αρχίσει να αλλάζει. Τα χρήματα που θα έπαιρνα εγώ, θα τα έπαιρνε το σωματείο. Θα έπαιρνα κάτι, αλλά θα ήταν αβέβαιο το μέλλον μου».
Για την προτομή του στην Τούμπα: «Ήταν μεγάλη τιμή για εμένα το 1995, έντεκα χρόνια που σταμάτησα το ποδόσφαιρο, οι φίλαθλοι εκείνη που έπαιζα το τελευταίο παιχνίδι με την Εθνική είχαμε επιλέξει τη Γιουγκοσλαβία και δώσαμε εκείνο το φιλικό. Οι οπαδοί έκαναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος. Τη γκρέμισαν κάποιοι επιστήμονες από τον Πειραιά και από τότε δεν την έφτιαξαν ξανά. Ήταν κάτι που το είχαν κάνει οι οπαδοί. Αν κοιτάξει στο αρχείο, θα δεις τη συγκίνηση που είχα νιώσει. Ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ τι προσέφερα σε αυτό τον κόσμο. Αυτό δείχνει ότι κάτι τους έδωσα».
Για το γεγονός ότι έγινε τραγούδι: «Το γνώρισα μετά το τραγούδι. Το τραγούδι το άκουσα μέσα στο αυτοκίνητο, όταν άνοιξα το ραδιόφωνο. Δεν έκανα τίποτα και να είμαι στην επικαιρότητα. Είναι η μεγαλύτερη αποταμίευση που έχω κάνει στη ζωή μου. Δυστυχώς, το δικό μας επάγγελμα έχει μία σύντομη ημερομηνία λήξεις. Πολύ θα ήθελα να ήμουν ένας Καζαντζίδης, ένας Τσιτσάνης να τραγουδάω μέχρι τα 70 χρόνια μου. Το πήγα μέχρι τα 38. Φτάνεις στο σημείο να λες ότι υπάρχει τέτοια αγάπη στο πρόσωπό μου; Έχω σταματήσει περίπου τριάντα χρόνια και αισθάνομαι ακόμα την αγάπη τους. Με αποκαλούν “Γιωργάκη”». Για τη φετινή πορεία του ΠΑΟΚ: «Πάντα υπάρχουν κάποιες κάμψεις των ομάδων και αυτές συμβαίνουν συνήθως μετά τις γιορτές, όπου υπάρχει μία μικρή διακοπή. Νομίζω το μεγάλο λάθος που γίνεται πάντα στο ποδόσφαιρο, όταν κερδίζεις έναν Ολυμπιακό μέσα στο Καραϊσκάκη και νομίζεις ότι έχει τελειώσει το πρωτάθλημα. Πιστεύω ότι έγιναν πολλά λάθη σε αυτό το ποδόσφαιρο, ήρθαν μετά και τα άτυχα αποτελέσματα. Αυτό που χτίσαμε και έδωσα συγχαρητήρια για την καλή πορεία που είχε μέχρι τότε στον Άγγελο Αναστασιάδη. Όμως οι ομάδες δεν χτίζονται σε έξι μήνες ή έναν χρόνο. Οι ομάδες χτίζονται σε 2-3 χρόνια, με σωστή τακτική, με μεταγραφές καλές και έναν προπονητή. Οι προπονητές έρχονται για κάποιους μήνες ή έναν χρόνο. Ο προπονητής πρέπει να μένει για να βγάλει το πρόγραμμά του, να έχει τα κατάλληλα εργαλεία. Να έχει τον Κούδα, αλλά δίπλα από τον Κούδα πρέπει να έχει και τους κατάλληλους παίκτες».
Για την απόφασή του να μην γίνει προπονητής: «Συμφωνώ με τον Χατζηπαναγή, δεν ταιριάζει η λογική μας, η ποδοσφαιρική φιλοσοφία μας με το σήμερα. Το καλύτερο είναι να μένεις εκτός από το ποδόσφαιρο. Και με την πολιτική μου είπαν να ασχοληθώ. Ξέρεις τι άκουσα, όταν ήταν πολύ φίλοι ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον Τσιτσάνη και του έκανε πρόταση και του απάντησε ο Τσιτσάνης: “Κοίταξε να δεις, εμένα αυτή τη στιγμή με αγαπάνε χίλιοι, αν κατέβω στην πολιτική, θα με αγαπούν πεντακόσιοι. Γιατί να το κάνω αυτό;”. Δηλαδή, ένας άνθρωπος δεν ταιριάζει σε αυτή τη φιλοσοφία γιατί να το κάνει».
Για τη διαιτησία στην Ελλάδα: «Σήμερα γίνονται πταίσματα στην διαιτησία. Την εποχή που έπαιζα εγώ γινόντουσαν εγκλήματα. Παίζουμε Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ στο Καραϊσκάκη. Σε κάποια στιγμή έχω φτάσει να είναι τρεις συμπαίκτες μου χτυπημένοι και να πηγαίνω να βγάζω τη φανέλα, την πέταξα στους επισήμους που ήταν η χούντα και μου έλεγαν τα παιδιά ότι θα μας στείλουν στη Γιάρο. Όταν φτάνεις σε αυτό το σημείο, να μην δικαιολογείς το ανθρώπινο το σημείο, δεν μπορείς να κάνεις την πάπια». Για το ποιον θα επέλεγε ανάμεσα σε Μέσι και Ρονάλντο: «Δεν θα σου απαντήσω, αλλά θα σου πω ότι κάποτε μου έκαναν την αντίστοιχη ερώτηση για τον Μαραντόνα ή τον Πελέ. Και απάντησε Πελέ. Γιατί δεν τελειώνει το προϊόν. Ο ένας ήταν κύριος, με όλη τη σημασία, και ο άλλος ήταν κάτι άλλο. Δεν μου άρεσε το προφίλ του. Μου άρεσε το «πακέτο» σε κάποιους παίκτες. Όταν είσαι στη δημοσιότητα πρέπει να δίνεις και μαθήματα συμπεριφοράς».
Για τον ΠΑΟΚ, τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα γενικότερα: «Σε όλη τη ζωή μου αυτό το μήνυμα περνούσα. Ο Κούδας ήταν ένας μέσα στον αγωνιστικό χώρο μαζί με άλλους δέκα. Αν δεν υπάρχει όλη αυτή η αρμονία. Λένε κάποιοι για οικογένεια. Εμείς ήμασταν πραγματικά. Αρχηγός ήμουν εγώ και περνούσα αυτό το μήνυμα. Αν δεν συνεργαστούμε, αν δεν υπάρχει αυτό στον άνθρωπο. Να μιλάμε, να συνεργαζόμαστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλο ποτέ δεν μπορείς να πετύχεις. Χωριστά είναι οι πολιτικοί και μας φέρνουν τον έναν απέναντι στον άλλον. Γιατί δεν κάθονται όλοι μαζί να μιλήσουν και να αντιμετωπίσουν τους Ευρωπαίους. Αν δεν υπάρχει ο Άρης, ο Ηρακλής, δεν θα υπάρχει και ο ΠΑΟΚ και οι υπόλοιπες ομάδες. Πού είναι αυτές οι ομάδες. Πού είναι η Θεσσαλονίκη».