Τάσεις… φυγής εμφάνισε ο Μπρούνο Χαλκιαδάκης στο περιθώριο της βράβευσής του για το καλύτερο γκολ της 32ης αγωνιστικής, αφού υποστήριξε πως ίσως ήταν το τελευταίο του με τον Εργοτέλη.
Ο νεαρός άσος της ομάδας του Ηρακλείου βραβεύτηκε για το γκολ, αλλά δήλωσε πως ίσως ήταν και το τελευταίο του στην Κρήτη…
Αναλυτικά όσα είπε:
Πέτυχες ένα καταπληκτικό γκολ, το καλύτερο της αγωνιστικής, βραβεύτηκες γι’ αυτό, ποια είναι τα συναισθήματά σου; «Είμαι πολύ χαρούμενος που πέτυχα αυτό το γκολ, θέλω να ευχαριστήσω το Θεό, τους συμπαίκτες μου, γιατί χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι και θέλω να το αφιερώσω στη μητέρα μου, η οποία είναι πάντα στο πλευρό μου».
Δυστυχώς για σένα και την ομάδα σου, αυτό το γκολ δεν ήταν αρκετό όχι μόνο να δώσει βαθμούς, αλλά και να έρθει η σωτηρία για τον Εργοτέλη. Πλέον η μοίρα της ομάδας αλλάζει και η κατάσταση είναι δύσκολη.
«Όσο χαρούμενος είμαι για το γκολ, άλλο τόσο είμαι δυστυχισμένος γιατί δεν ήρθε η νίκη και δεν πετύχαμε τον στόχο που θέλαμε. Θα έκανα τα πάντα για να αλλάξω αυτή την κατάσταση αν μπορούσα, να πάρω το γκολ πίσω για να σωθεί η ομάδα». Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό, η ζωή συνεχίζεται, τι θα κάνεις την επόμενη χρονιά;
«Δεν έχω αποφασίσει αυτή τη στιγμή για το μέλλον μου. Θα μιλήσω με το μάνατζερ μου, θα εξετάσουμε τις επιλογές μου και θα επιλέξω το καλύτερο δυνατό».
Θεωρείς ότι η βαθμολογική θέση των ομάδων αντικατοπτρίζεται από την απόδοσή τους; «Όλες οι ομάδες είναι στις θέσεις που πρέπει, αλλά στο ποδόσφαιρο παίζει ρόλο και η τύχη και η δουλειά. Εμείς δουλέψαμε σκληρά, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε την τύχη που χρειαζόμασταν».
Θεωρώ ότι αυτό ήταν το τελευταίο σου γκολ με τον Εργοτέλη, ίσως και το καλύτερο. Ποιο είναι το σχόλιό σου προς τον κόσμο, καθώς μοιάζει αυτό το γκολ να είναι αποχαιρετιστήριο.
«Δεν ξέρω αν αυτό ήταν το τελευταίο μου γκολ με τον Εγοτέλη, γιατί υπάρχουν ακόμη δύο παιχνίδια για το πρωτάθλημα. Θέλω να παίξω, να κερδίσει η ομάδα και να σκοράρω. Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κόσμο του Εργοτέλη για την στήριξή του όλο το διάστημα που είμαι στην ομάδα. Με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή και όταν έφυγα και έπειτα επέστρεψα, με υποδέχθηκαν σαν οικογένεια».